- υδαρώς
- ΜΑεπίρρ. βλ. υδαρής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑδαρῶς — ὑδαρής watery adverbial (attic epic doric) ὑδαρός in de An. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδαρής — ές / ὑδαρής, ές, ΝΜΑ [ὕδωρ, ατος] υδατώδης, ρευστός, νερουλός (α. «υδαρής ουσία» β. «καταμήνια ὑδαρέστερα», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος 2. (κυρίως για δαμάσκηνα) άνοστος 3. (για το χρώμα τής επιδερμίδας) ωχρός 4 … Dictionary of Greek